- ελαφρυντικός
- -ή, -ό1. ανακουφιστικός, καταπραϋντικός: Ελαφρυντικά φάρμακα.2. (νομ.), που συνεπάγεται μετριασμό στον καταλογισμό σφάλματος ή αδικήματος: Ελαφρυντικά δεδομένα.3. το ουδ., ελαφρυντικό και συνήθ. στον πληθ., ελαφρυντικά λόγοι που επιβάλλουν μετριασμό στον καταλογισμό αδικήματος: Έχει το ελαφρυντικό που είναι μικρός ακόμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.